- τζάμπα
- επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), δωρεάν, χωρίς πληρωμή: Δεν πλήρωσα, το πήρα τζάμπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… … Dictionary of Greek
αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… … Dictionary of Greek
ζουρνατζής — ο (Μ ζουρνατζής) ο μουσικός που παίζει ζουρνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρνάς + κατάλ. (α)τζής (πρβλ. παγωτ ατζής, τζαμπα τζής)] … Dictionary of Greek
μούχτι — και μπούχτι, το 1. χορτασμός. 2. (στην Κύπρο) (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπουχτίζω] … Dictionary of Greek
τσάμπα — Ν επίρρ. βλ. τζάμπα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
geaba — GEÁBA adv. (pop.) în zadar, zadarnic, degeaba. – Din tc. caba. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GEÁBA adv. v. degeaba, gratis, gratuit, inutil, zadarnic. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime geába adv … Dicționar Român
δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάμπα — επίρρ., βλ. τζάμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)